Η ομοιοπαθητική αποτελεί μια ιατρική προσέγγιση που έχει ως στόχο την αποκατάσταση της υγείας του οργανισμού με έναν τρόπο που είναι ήπιος, αιτιολογικός, ολιστικός, εξατομικευμένος και αποσκοπεί σε μια σταθερή βελτίωση (που τείνει να αποκτήσει ισχύ μόνιμου χαρακτήρα).

Απευθύνεται, λοιπόν, στους ασθενείς που δεν αντιμετωπίζουν τα προβλήματα της υγείας τους ως ένα ακόμα ατυχές και τυχαίο περιστατικό στη ζωή τους, αλλά που αναζητούν να βρουν κάποιες απαντήσεις στο ποιες είναι οι πιθανές αιτίες που οδήγησαν ή αν μη τι άλλο ευνόησαν αυτές τις διαταραχές. Αναφέρεται σε ασθενείς οι οποίοι επιθυμούν να ακολουθήσουν έναν δρόμο που να λύνει πρώτα αυτές τις πιθανές αιτίες και έτσι να ακολουθεί και η βελτίωση.

Μέσα από μια τέτοια αντιμετώπιση προσδίδεται και ένας μονιμότερος χαρακτήρας σε αυτή τη θετική εξέλιξη κι έτσι ο ασθενής είναι σε θέση να απαλλαγεί πραγματικά από τα προβλήματα που τον ασθενούν.

Σύμφωνα με τη ομοιοπαθητική ιατρική τα προβλήματα ενός ανθρώπου δεν αντιμετωπίζονται ως τοπικές επιμέρους ενοχλήσεις, αλλά ως διαταραχές της συνολικής ισορροπίας του οργανισμού (που λειτουργεί πάντοτε ως αδιαίρετη και αδιάσπαστη ενότητα σώματος, ψυχής και πνεύματος) και που εντοπίζεται σε όργανα, ιστούς, λειτουργίες στις οποίες ο οργανισμός έχει μια προδιάθεση είτε κληρονομική, είτε εμφανιζόμενη μέσα στη ζωή του μέσα από σωματική κούραση, ψυχική ένταση ή χρήση ισχυρών χημικών φαρμάκων.

Άρα στόχος είναι η αποκατάσταση του συνόλου της διαταραχής και όχι μόνο των τοπικών ενοχλήσεων. Ουσιαστικά ο σκοπός είναι η ενίσχυση όλων εκείνων των αυτοθεραπευτικών δεξιοτήτων που ο καθένας μας διαθέτει (αυτή που στην ομοιοπαθητική γραμματεία καταγράφεται ως ζωτική δύναμη) και που στην πορεία της ζωής του μέσα από την αρρώστια (συχνά βέβαια και από τις βίαιες θεραπείες που έχουν χορηγηθεί) έχει αποδιοργανωθεί.

Και αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος για τον οποίο οι ομοιοπαθητικοί γιατροί ισχυρίζονται τη σταθερότητα των αποτελεσμάτων της ομοιοπαθητικής θεραπείας, η δράση δηλαδή του φαρμάκου στο επίπεδο της ενίσχυσης των ίδιων των δυνάμεων κάθε ανθρώπου καιόχι στον παραμερισμό ή στην εκτόπιση της έμφυτης άμυνας του οργανισμού. Τα αποτελέσματα, δηλαδή, σε μια ομοιοπαθητική θεραπεία δεν είναι φαρμακοεξαρτώμενα. Η ουσιωδέστερη διαφορά μεταξύ ομοιοπαθητικής και συμβατικής ιατρικής έγκειται ακριβώς στο γεγονός της αντιμετώπισης της πραγματικής ή και συμβολικής αξίας των συμπτωμάτων. Σε αυτή την εναλλακτική θεώρηση όλες οι αντιδράσεις του οργανισμού κρίνονται ως η καλύτερη, δυνάμει, απαντητικότητα στα εξωτερικά ερεθίσματα, άρα είναι οι «οιωνεί»βέλτιστες.

Ο ομοιοπαθητικός γιατρός σκύβει πάνω στη συμπτωματολογία του κάθε ασθενούς, προσπαθεί να αφουγκραστεί το σοφό νόημα που αυτή υποκρύπτει και προτείνει έναν τρόπο θεραπευτικής αντιμετώπισης «όμοιο» με τον ιδιαίτερο τρόπο που ο συγκεκριμένος οργανισμός έχει «επιλέξει» ως αντίδραση. Αυτό επιτάσσει ο νόμος των ομοίων.

Και η έμφαση πρέπει να δοθεί στην έννοια της ιδιαιτερότητας της λειτουργίας του καθενός και της καθεμίας. Η διαφορετικότητα των υπάρξεων σε αυτή την ιατρική αντιμετώπιση παίρνει έμπρακτα σάρκα και οστά. Ο ομοιοπαθητικός γιατρός δεν μένει στην αυτονόητη αποδοχή της έννοιας της ετερότητας ως συνώνυμης της οντολογικής μας ύπαρξης, αλλά την καθιστά το μέγιστο των κριτηρίων με βάση το οποίο θα κινηθεί για να οδηγηθεί σε μια συνταγογράφηση. Για την ομοιοπαθητική πραγματικότητα υπάρχουν μόνον ασθενείς, τόσο διαφορετικοί μεταξύ τους, που καθιστά την έννοια της νόσου ανενεργή ή αδιάφορη. Η ονομασία «κατάθλιψη» περιγράφει απλά μια ετικέτα στα όρια της ισοπεδωτικής ομοιομορφίας που ουσιαστικά αδιαφορεί για την προσωπικότητα του ατόμου και κατατάσσει τα ενσώματα, έμψυχα και έννοα (ή έμπνεα) όντα, σε μια σελίδα βιβλίων νοσολογίας άχρωμη, άοσμη και άγευστη. Για μια εναλλακτική θέαση σαν τη δικιά μας η κατάσταση θλίψης η δική μου έχει ελάχιστα κοινά με τη μελαγχολική διάθεση ενός άλλου ανθρώπου. Και όχι μόνο ως αυτονόητο θεωρητικό σχήμα, αλλά και στην πράξη μέσω της διαφορετικής θεραπευτικής αντιμετώπισης των δύο ατόμων. Δηλαδή, ένας ομοιοπαθητικός γιατρός θα χορηγήσει ένα διαφορετικό φάρμακο στον κάθε ασθενή, άσχετα με την ονομασία της νόσου, αλλά σύμφωνα με τη συνολική συμπτωματολογία από όλα τα επίπεδα του οργανισμού (υλικό, συναισθηματικό και πνευματικό), αλλά και από σημείο της καθημερινότητάς του και βέβαια από την παθολογία της παρούσας νόσου (συνεκτιμώντας και τις παρακλινικές εξετάσεις) και από τις αναφορές του ατομικού και κληρονομικού αναμνηστικού ιστορικού.

Μόνο μέσα από μια τόσο ολοκληρωμένη καταγραφή, μπορεί να πλησιάζει να φτάσει σε ένα εμπεριστατωμένο συμπέρασμα για το επίπεδο υγείας του ασθενούς και ακολούθως για το φάρμακο που ενδείκνυται με βάση την αρχή της ομοιότητας.

Όμως τι εννοούμε φάρμακο στην ομοιοπαθητική ιατρική; Η τελευταία, έχοντας μια απόλυτη εμπιστοσύνη στη φύση (τις φυσικές διαδικασίες) και κατ’ επέκταση στον άνθρωπο, εμπιστεύεται απολύτως φάρμακα των οποίων και η προέλευση είναι φυσική και δεν υφίστανται καμία χημική κατεργασία.

Οι θεραπευτικές ουσίες της ομοιοπαθητικής για να γίνουν πιο αποτελεσματικές υφίστανται μια διπλή διαδικασία διαδοχικών αραιώσεων και επακόλουθων δονήσεων. Όσες πιο πολλές φορές υποστεί αυτή τη διαδικασία ένα ομοιοπαθητικό φάρμακο τόσο πιο πολύ ισχυροποιείται. Τόσο πιο δυναμοποιημένο είναι με βάση την ομοιοπαθητική ορολογία.

Αλλά επειδή το ένα σκέλος αυτής της διαδικασίας είναι οι διαδοχικές αραιώσεις, συμπεραίνουμε ότι ένα φάρμακο είναι τόσο πιο ισχυρό, όσο πιο μικρή είναι η ποσότητα από την αρχική ουσία που εμπεριέχει. Όπως είναι προφανές, αυτό υπερτονίζει την έλλειψη παρενεργειών υλικών, από την στιγμή που ένα ίαμα περιέχει περισσότερη θεραπευτική δύναμη, όσο πιο μικρή είναι η υλική ποσότητα που περιέχει.

Όπως όμως είναι αναμενόμενο, αυτή η διαπίστωση δεν συνάδει (ταιριάζει) με τα σύγχρονα επιστημονικά δεδομένα και αποτελεί ένα σημαντικό πεδίο αντιπαράθεσης με την επιστημονική και ακαδημαϊκή κοινότητα. Αυτή η μη «ορθόδοξη» θέση της ομοιοπαθητικής ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, καθότι η επόμενη συνηθέστερη μομφή σε βάρος της θεραπευτικής μας δράσης είναι η επίκληση του φαινομένου placebo και κατ’ επέκταση των υποβόλιμων αποτελεσμάτων.

Πάντως η σταθερότητα της βελτίωσης (και μετά το πέρας της αγωγής), η πολύ καλή ανταπόκριση σε βρέφη και ζώα και το γεγονός της εμφάνισης επιδείνωσης (αντί βελτίωσης) στην αρχική φάση της θεραπείας, στοιχειοθετούν τα καλύτερα επιχειρήματα που αποσταθεροποιούν αυτή τη μομφή, πόσο μάλλον που η ομοιοπαθητική θεραπευτική μπορεί να γίνει εκπληκτικά αποτελεσματική σε περιπτώσεις οξέων παθολογικών καταστάσεων και μάλιστα σε χρόνο σημαντικά μικρότερο από αυτόν που απαιτείται σε μία συμβατική αγωγή για το αντίστοιχο νόσημα.

Κατά συνέπεια, οι ασθενείς μπορούν να εμπιστευτούν την ομοιοπαθητική και σε οξείες και σε χρόνιες καταστάσεις (όχι βέβαια σε εκείνες που η ανατομική αλλοίωση δεν επιτρέπει παρά μόνο μια χειρουργική αντιμετώπιση π.χ. κατάγματα, ρήξεις σπλάχνων).

Αυτό την κάνει και ιδιαίτερα δημοφιλή και σε περίπτωση παιδιατρικών παθήσεων γιατί αυτός ο ήπιος, ολιστικός και εξατομικευμένος τρόπος λειτουργίας αποδίδει σημαντικά αποτελέσματα στα παιδιά, τα οποία βέβαια έχουν κατά τεκμήριο και καλύτερο επίπεδο υγείας από τους ενήλικες.

Επειδή, μάλιστα, η ομοιοπαθητική θεραπεία στοχεύει και στη μείωση της έντασης των προδιαθέσεων που όλοι μας κουβαλάμε, θα ισχυριστούμε πως έχει και μια σαφέστερη προληπτική αξία, αφού η ενίσχυση των αμυντικού μηχανισμού σημαίνει ότι ο κάθε οργανισμός (ως όλον) θα μπορέσει να αντιμετωπίσει με καλύτερους όρους τις διαταραχές που μέλλεται να εμφανιστούν στη διάρκεια της ζωής του.

Η ομοιοπαθητική ιατρική, λοιπόν, απευθύνεται σε όλους τους ασθενείς που δεν προτίθενται απλά να αναπλαισιώσουν τα κακώς κείμενα της υγείας-ζωής τους, να σκοτεινιάσουν ακόμα πιο πολύ την ουσία της διαταραχής τους μέσα από τη λήψη ισχυρών χημικών φαρμάκων, αλλά που τους διακρίνει μια στάση αλλαγής, αφού νοηματοδότησαν τα συμπτώματα που τους ταλαιπωρούν.

Σε κάθε περίπτωση, δεν αποτελεί έναν μονόδρομο, μια «μαγική» λύση, την πανάκεια που μπορεί να δώσει λύσεις σε όλα τα προβλήματα, όλων των ασθενών (όπως κανένα θεραπευτικό σύστημα εξάλλου), αλλά μια κοινή προσπάθεια θεραπευτή και θεραπευόμενου που τείνει προς μια λύση των προβλημάτων της υγείας ενός εκάστου ανθρώπου. 

 

Πηγή : naftemporiki.gr