Η γέννηση ενός παιδιού προσθέτει έναν επιπλέον ρόλο στο ζευγάρι, αυτόν των γονιών. Ένας νέος άνθρωπος με τις δικές του ιδιαιτερότητες εμφανίζεται στο προσκήνιο. Είναι σημαντικό για το ζευγάρι αλλά και για το παιδί, το μεγάλωμα να γίνεται με τη συμμετοχή και των δύο γονιών.
Το ζήτημα είναι ποιοτικό. Αυτό σημαίνει πως δεν είναι απαραίτητο να μοιράζονται οι υποχρεώσεις που απορρέουν ακριβώς στη μέση. Στη φροντίδα του παιδιού αλλά και για τη βοήθεια του ζευγαριού είναι καλό να εμπλέκονται και τρίτα πρόσωπα (συγγενείς, νταντά).
Η διαδικασία του μεγαλώματος ενός παιδιού είναι μια σκληρή δοκιμασία και ο καταλύτης σε αυτήν είναι η επικοινωνία. Η επικοινωνία βοηθάει να ομαλοποιούνται οι συναισθηματικές εντάσεις και η καθημερινότητα μεταξύ των μελών της οικογένειας και των εμπλεκόμενων με αυτήν.
Επικοινωνώ σημαίνει ότι με ενσυναίσθηση κατανοώ τι λέει ή τι ζητάει ο άλλος. Μπορεί να κάνω λάθος στην αρχική κατανόηση, όμως στη συνέχεια με τον ίδιο τρόπο προσπαθώ να επικεντρωθώ περισσότερο. Αυτό που καταλαβαίνω τελικά, μπορεί να ξεπερνάει τις δυνάμεις μου ή την ηθική μου, τότε χρησιμοποιώ το διάλογο και δίνω το δικό μου μήνυμα για να κατανοηθούν οι δικοί μου περιορισμοί. Σκοπός της επικοινωνίας είναι να κατανοηθούν αμφότερα οι ανάγκες και οι δυνατότητες. Η ουσιαστική επικοινωνία (με κατανόηση) είναι εξίσου σημαντική τόσο στο ζευγάρι όσο και στο παιδί, ιδιαίτερα στην πρώτη φάση της ζωής του.
Οι εργασίες των John Bowlby and Mary Ainsworth (1980, 1978) πάνω στη σχέση βρέφους και γονιού, έχουν αποδώσει πολλούς καρπούς δημιουργώντας έτσι την εξαιρετικά θεμελιώδη θεωρία του «δεσμού προσκόλλησης». Τα συμπεράσματα που διεξάγονται είναι ότι το βρέφος αναπτύσσει μια έντονη συναισθηματική σύνδεση με τα βασικά ένα ή δύο άτομα που το φροντίζουν. Οι πιο πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι το πρόσωπο που θα αναπτυχθεί ο δεσμός προσκόλλησης μπορεί να είναι οποιοδήποτε ακόμα και πέρα από τη μητέρα. Το βρέφος στην πρώιμή του φάση αναπτύσσει έντονο ναρκισσισμό που χαρακτηρίζεται βέβαια ως υγιής. Η συναισθηματική σύνδεση παράγει την επιθυμία για συνεχή επικοινωνία με τους φροντιστές και μπορεί να εναλλάσσεται με δυσφορία κατά τη διάρκεια του αποχωρισμού. Έτσι στο βρέφος δημιουργείται μια ασφαλής βάση για να μπορέσει να επεκταθεί στο περιβάλλον γύρω του.
Η ποιότητα στην επικοινωνία και τη διαθεσιμότητα του φροντιστή του βρέφους επηρεάζει καθοριστικά την μετέπειτα πορεία ανάπτυξης της προσωπικότητας. Έτσι, διατυπώθηκαν 3 δεσμοί προσκόλλησης. Στον ασφαλή δεσμό, η ποιότητα επικοινωνίας είναι πολύ καλή και η φροντίδα είναι εναρμονισμένη με τις ανάγκες του παιδιού (Παπαλεοντίου-Λουκά Ελεονώρα, 2014).
Οι δομές που δημιουργούνται ως νοητικές αναπαραστάσεις των πρώιμων εμπειριών από τη σχέση βρέφους-φροντιστή θέτουν τις βάσεις στην οργάνωση της προσωπικότητας, της συμπεριφοράς αλλά και τη διαμόρφωση των διαπροσωπικών σχέσεων. Έχει υποστηριχθεί πως εάν το παιδί βιώσει μια σταθερή και ασφαλή σχέση με τους φροντιστές του κατά τα πρώτα του χρόνια τότε έχει τη δυνατότητα να αναπτύξει στενές σχέσεις με άλλους ανθρώπους ακόμη και να αναπτύξει την πίστη προς το Θεό. Αντίθετα, αν το βρέφος βιώσει αρνητικές εμπειρίες, πιθανόν να οδηγηθεί σε μια έλλειψη εμπιστοσύνης στους συνανθρώπους του και τον Θεό (Thompson and Randall, 1999). Φαίνεται πως η κατάλληλη ανταπόκριση του φροντιστή δίνει την ευκαιρία της κατανόησης του Θεού από το παιδί ως πρόσωπο αγάπης, δύναμης, φροντίδας (Tamminen, 1994).
Τα παιδιά που εγκαταλείφθηκαν ή που δέχτηκαν υπερβολικό έλεγχο, δεν μπόρεσαν να βιώσουν ασφαλή δεσμό προσκόλλησης, επαναλάμβαναν το ανασφαλές μοτίβο και στην ενήλικη ζωή τους και συχνά διατηρούσαν σχέσεις με κάθε κόστος (Ganahl, 2001).
Εν κατακλείδι, στο παιδί ενισχύεται η αυτοπεποίθηση και η ευτυχία του δείχνοντάς του κατανόηση, αποδοχή της διαφορετικότητάς του, και γενικότερα δίνοντάς του το δικαίωμα να εκφράσει τις σκέψεις και τα συναισθήματά του ελεύθερα ακόμα και αν κάποιες φορές μας «ξεπερνάνε». Το παιδί χρειάζεται να νιώθει κάποιον δίπλα του˙ οποιαδήποτε στιγμή ο γονιός ή ο φροντιστής του μπορεί να γίνει στήριγμα σε κάποια δυσκολία του. Τα εμπόδια για μια ευρεία επικοινωνία είναι οι απειλές, οι ατελείωτες συμβουλές και το «κήρυγμα», η κριτική και οι ταμπέλες, ο «ωχαδερφισμός», ο σαρκασμός, ή η αλλαγή θέματος όταν προσπαθεί να επικοινωνήσει.
Η ανατροφή δεν αλλάζει το γενετικό υλικό. Μπορεί όμως να το χειριστεί και να το αξιοποιήσει.
Στην κλασική ομοιοπαθητική συνεδρία εξετάζονται και διερευνούνται βαθύτερες δυναμικές του παιδιού από τις οποίες προκύπτουν οι δυσαρμονικές συμπεριφορές που έχουν έναν πιο μόνιμο χαρακτήρα, παρά και πέρα των συμπεριφορικών παρεμβάσεων γονέων ή ειδικών. Τα δαγκώματα, η απομόνωση, η ζήλεια, η βία είναι κάποιες από αυτές. Οι ομοιοπαθητικές θεραπευτικές παρεμβάσεις σκοπό έχουν να μειώσουν ή και να εξαφανίσουν προβλήματα σε πεδία όπως στη συμπεριφορά, τη μάθηση, την κοινωνικότητα, την παραβατικότητα ή άλλες δυσκολίες, και μπορούν να ξεκινήσουν από τα πρώιμα στάδια ανάπτυξης του παιδιού.
Στην Ομοιοπαθητική δεν ισχύει ο μύθος του «νορμάλ» και των ατόμων που δεν είναι νορμάλ. Οι διαγνωστικές ταμπέλες δεν χρησιμοποιούνται στη θεραπευτική προσέγγιση. Δεν υπάρχει η αντίληψη περί κανονικών και μη. Η ιστορία του κάθε παιδιού είναι μια μοναδική ιστορία. Αυτό απαιτεί εξατομίκευση στη διάγνωση και τη θεραπεία. Η ομοιοπαθητική θεραπεία μπορεί να προσφέρει βελτίωση της ψυχικής σφαίρας χωρίς να καταπιέζει τα συμπτώματα και τον οργανισμό και χωρίς παρενέργειες.
«Τα συμπτώματα αποτελούν μόνο την έκφραση της ασθένειας και δεν αποτελούν την ίδια την ασθένεια. Πίσω από αυτή την πολλαπλότητα των συμπτωμάτων υπάρχει μια ενότητα… σκοπός μας δεν είναι απλά και μόνο η αφαίρεση των συμπτωμάτων της ασθένειας καθώς δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι έχει θεραπευθεί συνολικά ο ασθενής» (Ghatak, 2003).
Συνοψίζοντας μπορούμε να πούμε ότι η Ομοιοπαθητική είναι μια καλά αποδεδειγμένη εναλλακτική πρόταση που χρησιμοποιείται επιτυχώς για περισσότερα από 200 χρόνια. Εφαρμόζεται σε όλο τον κόσμο. Υποστηρίζεται από αναρίθμητες έρευνες. Η θεραπεία γίνεται σε ολόκληρο το άτομο, στη ρίζα του προβλήματος και όχι μόνο στα προβλήματα συμπεριφοράς και μάθησης, με όρους ολότητας. Πρόκειται για υψηλά εξατομικευμένη θεραπεία, βασισμένη σε πολλά περισσότερα από μια απλή διάγνωση. Οι αρχές και η θεωρία είναι κατανοητές και συνάδουν με την πρακτική εφαρμογή τους. Λειτουργεί αρμονικά με τη φυσική θεραπευτική δύναμη του οργανισμού. Είναι εντελώς ασφαλής, φυσική, μακριά από τις ανεπιθύμητες παρενέργειες των συμβατικών φαρμάκων όπως το άγχος, η διακοπή της όρεξης, η αϋπνία, τα τικ ή το φαινόμενο rebound. Τα ομοιοπαθητικά ιάματα ποτέ δεν καταπιέζουν τη φυσική ανάπτυξη του παιδιού. Στην πραγματικότητα η εμπειρία δείχνει ότι σε πολλά παιδιά η ανάπτυξη εκτινάσσεται μετά την έναρξη της ομοιοπαθητικής θεραπείας. Δεν κάνει το παιδί καταθλιπτικό ή αμβλύ όπως το αποτέλεσμα των διεγερτικών και των αντικαταθλιπτικών φαρμάκων, όπου τα παιδιά δείχνουν μαραμένα χωρίς να είναι ο εαυτός τους. Η ομοιοπαθητική θεραπεία είναι μόνιμη και το αποτέλεσμα που φέρνει το ομοιοπαθητικό ίαμα διατηρείται χωρίς να χρειάζονται επαναλαμβανόμενες δόσεις όπως στη συμβατική αγωγή για να διατηρηθεί το αποτέλεσμα
πηγή : www.holisticlife.gr